αιμόμικτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /eˈmo.mi.ktos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αι‐μό‐μι‐κτος
Επίθετο[επεξεργασία]
αιμόμικτος, -η, -ο
- (σπάνιο) που σχετίζεται ή είναι αποτέλεσμα αιμομιξίας
- ※ σκέψου να βγης εις άλλον / φρικτότερον καιρόν, 'ς της μέθης του τον ύπνον, / ή 'ς τον θυμόν του ή μες το αιμόμικτο κρεββάτι, / ή 'ς το παιγνίδι ή κει 'πού καταράται, ή 'ς άλλην / πράξιν, 'πού να μην έχη εξαγοράς ελπίδα·
- ※ Τυπικό παράδειγμα η λύση του αινίγματος της Σφίγγας, που τον αναδεικνύει σωτήρα και βασιλιά της Θήβας, για να τον παρασύρει αμέσως μετά σε γάμο με την ίδια του τη μάνα, από όπου γεννιούνται αιμόμικτα παιδιά.
- Μαρωνίτης Δ. Ν. (24 Νοεμβρίου 2008), Πάθος και εξιλέωση, Το Βήμα
- ※ Εκτός από τις διαφορές για τα όρια των κρατών τους, ο Δαναός απέρριπτε κατηγορηματικά την πρόταση του αδελφού του να νυμφευθούν οι ανεψιοί του τις πενήντα κόρες του, θεωρώντας τους αιμόμικτους αυτούς γάμους ανόσια πράξη.
- Δαναοί (μυθολογία), Αργολική Βιβλιοθήκη (4 Οκτωβρίου 2009)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αιμόμικτος
|