αινετά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
αινετά
- με αινετό τρόπο
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αινετά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
αινετά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αινετό