αισθαντικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αισθαντικότητα < αισθαντικός + -ότητα/-ότης
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αισθαντικότητα θηλυκό
- η ευαισθησία και ο πλούτος στη συναισθηματική και καλλιτεχνική έκφραση
- η τραγουδίστρια αυτή έχει μια φωνή γεμάτη αισθαντικότητα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αισθαντικότητα