αιτιατικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
αιτιατικός < εννοείται το ουσιαστικό: γλώσσα,[1] (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική αἰτιατικός, δείτε τη γαλλική langue accusative, αγγλική nominative-accusative language • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο[επεξεργασία]
αιτιατικός, -ή, -ό
- (γλωσσολογία, στην έκφραση: αιτιατική γλώσσα) για γλώσσα που κάνει διάκριση μεταξύ υποκειμένου και αντικειμένου όπως με τις πτώσεις ονομαστική και αιτιατική αντίστοιχα
- ≠ αντώνυμα: εργαστικός, εργαστική γλώσσα
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη αιτία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αιτιατικός
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γλωσσολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)