αιτωλικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αιτωλικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
[επεξεργασία]αιτωλικός, -ή, -ό
- ο σχετικός με την Αιτωλία ή τους Αιτωλούς
- (ιστορία) η Αιτωλική Συμπολιτεία
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αιτωλικός
|