ακατεδάφιστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ακατεδάφιστος < α- στερητικό + κατεδαφισ- (του κατεδαφίζω) + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ακατεδάφιστος, -η, -ο (χωρίς παραθετικά)
- που δεν έχει κατεδαφιστεί
- που δεν επιτρέπεται να κατεδαφιστεί
Συγγενικά[επεξεργασία]
- κατεδαφίζω
- κατεδάφιση
- και → δείτε τη λέξη έδαφος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ακατεδάφιστος
|