ακατονόμαστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ακατονόμαστος < (ελληνιστική κοινή) ἀκατονόμαστος (που δεν έχει όνομα) < ἀ- + αρχαία ελληνική κατονομάζω ((σημασιολογικό δάνειο) αγγλική unmentionable)
Επίθετο
[επεξεργασία]ακατονόμαστος, -η, -ο
- που κανείς δε θέλει να τον ονομάσει (από ντροπή, αηδία κλπ.)
- (σπάνιο) που δεν έχει όνομα, δεν το(ν) ονομάζουν κάπως
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- ακατονόμαστα
- → δείτε τις λέξεις κατονομάζω και όνομα