ακολουθείν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ακολουθείν < απαρέμφατο ἀκολουθεῖν του ρήματος ἀκολουθῶ
Έκφραση[επεξεργασία]
ακολουθείν
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- γενέσθαι
- γίγνεσθαι
- ζην
- θεαθήναι
- ιδέσθαι
- το λακωνίζειν εστί φιλοσοφείν
- το δις εξαμαρτείν ουκ ανδρός σοφού
- φερειπείν
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ακολουθείν