ακονιστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]ακονιστικός
- κατάλληλος για ακόνισμα ή που έχει σχέση μ’ αυτό
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη ακονίζω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ακονιστικός
|