ακουλούριαστα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ακουλούριαστα < ακουλούριαστος + -α
Επίρρημα
[επεξεργασία]ακουλούριαστα[1]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ακουλούριαστα
|
- ↑ ακουλούριαστα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)