ακρίτας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ακρίτας | οι | ακρίτες |
γενική | του | ακρίτα | των | ακριτών |
αιτιατική | τον | ακρίτα | τους | ακρίτες |
κλητική | ακρίτα | ακρίτες | ||
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ακρίτας < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ἀκρίτης με βάση την λέξη ακρίτας της ποντιακής διαλέκτου (από έκδοση του έπους του Διγενή Ακρίτα από χειρόγραφο της Τραπεζούντας)[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /aˈkɾi.tas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κρί‐τας
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ακρίτας αρσενικό
- (ιστορία) στα βυζαντινά χρόνια, ήταν άνδρες στους οποίους δινόταν γη στις "άκρες" όπως λεγόταν τότε η μεθόριος και σε αντάλλαγμα υπηρετούσαν στο στρατό και υπερασπίζονταν τα σύνορα της αυτοκρατορίας
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- ακρίτας στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ ακρίτας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'γαλαξίας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιστορία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)