ακραδάντως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ακραδάντως < ελληνιστική κοινή ἀκραδάντως < ἀκράδαντος < αρχαία ελληνική κραδαίνω
Επίρρημα
[επεξεργασία]ακραδάντως
- (αρχαιοπρεπές) άλλη μορφή του ακράδαντα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ακραδάντως
|