ακραιόφιλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ακραιόφιλος (νεολογισμός) < μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική extremophile < extreme (ακραίος, εξτρέμ) + -o- + -phile (-ό- + -φιλος
Επίθετο
[επεξεργασία]ακραιόφιλος
- (βιολογία) οργανισμός που ζει σε συνθήκες ακραίες που κανονικά είναι επιβλαβείς ή θανατηφόρες για άλλους οργανισμούς
- ↪ υπάρχουν ακραιόφιλοι οργανισμοί, βακτήρια, μικρόβια που ζουν σε ακραίες θερμοκρασίες, είναι θερμόφιλα ή ψυχρόφιλα, ή ζουν σε περιβάλλον με ιδιαίτερη χημική σύνθεση ή αντέχουν στην ακτινοβολία
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ακραιόφιλος
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ό- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -φιλος (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βιολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)