ακριβοπουλημένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ακριβοπουλημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ακριβοπουλώ
Μετοχή
[επεξεργασία]ακριβοπουλημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη ακριβοπουλώ
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ακριβοπουλημένος
|