ακροαστικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ακροαστικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (ιατρική) ένδειξη πάθησης
- πήγα στο γιατρό και μου βρήκε ακροαστικά
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ακροαστικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]ακροαστικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ακροαστικό