ακροπατώντας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Μετοχή
[επεξεργασία]ακροπατώντας άκλιτο
- μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος ακροπατάω / ακροπατώ
- ↪ Ακροπατώντας μες τη νύχτα μην τους ξυπνήσω, σκόνταψα στο χαλί.
- ↪ Πλησίασε ακροπατώντας για να μην ξυπνήσει το μωρό.