ακροστιχίδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ακροστιχίδα < (ελληνιστική κοινή) ἀκροστιχίς < ἄκρος + στίχος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ακροστιχίδα θηλυκό
- ποιητικό παιχνίδι κατά το οποίο τα αρχικά γράμματα κάθε στίχου αποτελούν μια λέξη όταν τα διαβάζουμε από πάνω προς τα κάτω
- Έλα
Λάβρη θάλασσα
Λατρεύω τις καταιγίδες
Αλλά όμως
Δάκρυα
Απεμπολούν τους φόβους μου
- Έλα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ακροστιχίδα