ακροσύνορα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | ακροσύνορα | ||
γενική | των | ακροσύνορων & ακροσυνόρων | ||
αιτιατική | τα | ακροσύνορα | ||
κλητική | ακροσύνορα | |||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. Δείτε και το ακροσύνορο. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ακροσύνορα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ακροσύνορα
|