ακρωτηριάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ακρωτηριάζω < αρχαία ελληνική ἀκρωτηριάζω
Ρήμα[επεξεργασία]
ακρωτηριάζω, παθητικό: ακρωτηριάζομαι, παθητική μετοχή: ακρωτηριασμένος
- αποκόπτω ένα μέλος, χέρι ή πόδι
- έπεσε πάνω του ένα αυτοκίνητο και τον ακρωτηρίασε φριχτά
- οι γιατροί αναγκάστηκαν στο χειρουργείο να του ακρωτηριάσουν το ένα χέρι
- αποκόπτω ένα σημαντικό τμήμα από κάτι κι έτσι αυτό που απομένει είναι ελλιπές ή μη λειτουργικό ή μη αναγνωρίσιμο