ακτινιδίνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ακτινιδίνη < αγγλική actinidin < αρχαία ελληνική ἀκτίς
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ακτινιδίνη θηλυκό
- ένζυμο που βρίσκεται στο ακτινίδιο και συμβάλλει στην διαδικασία της πέψης
- Σύμφωνα με τους ερευνητές του Πανεπιστημίου Massey, στη Νέα Ζηλανδία, το ακτινίδιο είναι πλούσιο σε ακτινιδίνη: ένα ένζυμο το οποίο φάνηκε να διασπά πρωτεϊνούχες τροφές όπως π.χ. το κόκκινο κρέας, τα γαλακτοκομικά και το ψάρι ταχύτερα σε σχέση με τα πεπτικά ένζυμα. (*)