αλάνης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | αλάνης | οι | αλάνηδες |
γενική | του | αλάνη | των | αλάνηδων |
αιτιατική | τον | αλάνη | τους | αλάνηδες |
κλητική | αλάνη | αλάνηδες | ||
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αλάνης αρσενικό (θηλυκό: αλάνισσα)
- αντισυμβατικός και αμέριμνος άνθρωπος που τριγυρίζει στους δρόμους
- άνθρωπος της παρανομίας, του υποκόσμου
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη αλάνι