αλέ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επιφώνημα[επεξεργασία]
αλέ (αργκό)
- (προστακτικά) για να φύγει κάποιος που δε θέλουμε από μπροστά μας
- φεύγω, δεν ασχολούμαι περισσότερο
- ↪ Καλά, θα 'ρθω, αλλά αν δε μ' αρέσει, αλέ!