αλαταποθήκη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αλαταποθήκη οι αλαταποθήκες
      γενική της αλαταποθήκης των αλαταποθηκών
    αιτιατική την αλαταποθήκη τις αλαταποθήκες
     κλητική αλαταποθήκη αλαταποθήκες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αλαταποθήκη < αλάτ(ι) + αποθήκη

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.la.ta.poˈθi.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐λα‐τα‐πο‐θή‐κη

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αλαταποθήκη θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]