αλβανολόγος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αλβανολόγος < αλβανολογ(ία) + -ος (μαρτυρείται από το 1877)[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /al.va.noˈlo.ɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αλ‐βα‐νο‐λό‐γος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αλβανολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- ειδικός της επιστήμης της αλβανολογίας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αλβανολόγος
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)