αλβανομαθής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /al.va.no.maˈθis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αλ‐βα‐νο‐μα‐θής

Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]
αλβανομαθής < Αλβαν(ός) + -ο- + -μαθής

Επίθετο

[επεξεργασία]
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αλβανομαθής η αλβανομαθής το αλβανομαθές
      γενική του αλβανομαθούς* της αλβανομαθούς του αλβανομαθούς
    αιτιατική τον αλβανομαθή την αλβανομαθή το αλβανομαθές
     κλητική αλβανομαθή(ς) αλβανομαθής αλβανομαθές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αλβανομαθείς οι αλβανομαθείς τα αλβανομαθή
      γενική των αλβανομαθών των αλβανομαθών των αλβανομαθών
    αιτιατική τους αλβανομαθείς τις αλβανομαθείς τα αλβανομαθή
     κλητική αλβανομαθείς αλβανομαθείς αλβανομαθή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

αλβανομαθής, -ής, -ές

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
αλβανομαθής < ουσιαστικοποιημένο αρσενικό του επιθέτου αλβανομαθής

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η αλβανομαθής οι αλβανομαθείς
      γενική του
του/της
αλβανομαθή
αλβανομαθούς
των αλβανομαθών
    αιτιατική τον/την αλβανομαθή τους/τις αλβανομαθείς
     κλητική αλβανομαθή αλβανομαθείς
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό.
Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος.
Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού,
σε -ους, σε -η, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «συγγενής».
Κατηγορία όπως «συγγενής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

αλβανομαθής αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
  • αλβανομαθής - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)