αλεβιτισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αλεβιτισμός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αλεβιτισμός αρσενικό
- ιδιαίτερο κοινωνικό και φιλοσοφικό ρεύμα, αλλά και θρησκεία, που πιστεύει στο Κοράνι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αλεβιτισμός
|