αλεξικέραυνο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αλεξικέραυνο < αλεξ- (< αρχαία ελληνική ἀλέξω) + κεραυνός
- Η λέξη μαρτυρείται από το 1782
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αλεξικέραυνο ουδέτερο
- συσκευή που τοποθετείται σε ψηλά σημεία για να προστατεύει τα κτίρια από τους κεραυνούς. Λειτουργεί ως αγωγός και μεταφέρει το ηλεκτρικό ρεύμα του κεραυνού στο έδαφος, ώστε να αποφεύγεται η κεραυνοπληξία
- στο σπίτι που βρίσκεται στο ψηλότερο σημείο του λόφου έχουν τοποθετήσει αλεξικέραυνο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αλεξικέραυνο