αλεπουδίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Χρειάζεται τεκμηρίωση με παραπομπή σε κείμενο, εγχειρίδιο ή λεξικό. |
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
αλεπουδίζω
- (λαϊκότροπο) συμπεριφέρομαι πονηρά
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- αμάρτυρο: *αλεπουδεύω (με διαφορετική σημασία) στις μορφές:
- ιδιωματικό, Χίος: αλεπουδεύγω
- ποντιακά: 'λαπουδεύω
- αρχαία ελληνικά: ἀλωπεκίζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αλεπουδίζω
|