αλεπόπουλο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αλεπόπουλο < αλεπού + υποκοριστικό επίθημα -όπουλο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αλεπόπουλο ουδέτερο
- υποκοριστικό του αλεπού
- αλεπού που είναι μικρή σε ηλικία
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αλεπόπουλο
|