αλετροπόδι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αλετροπόδι | τα | αλετροπόδια |
γενική | του | αλετροποδιού | των | αλετροποδιών |
αιτιατική | το | αλετροπόδι | τα | αλετροπόδια |
κλητική | αλετροπόδι | αλετροπόδια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αλετροπόδι ουδέτερο
Ταυτόσημο[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αλετροπόδι