αλευραγορά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αλευραγορά θηλυκό
- γενικά: η διακίνηση και εμπορία αλεύρων, εγχώρια ή διεθνής
- ειδικότερα: ο τόπος εμπορίας (αγοραπωλησίας) αλεύρων
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αλευραγορά
|