αλευροθήκη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]αλευροθήκη < (αλεύρι) αλευρο- + -θήκη
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αλευροθήκη θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αλευροθήκη
|