αλευροπαραγωγή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αλευροπαραγωγή θηλυκό
- παραγωγή αλεύρων κατά μονάδα παραγωγής, ημερήσια, εβδομαδιαία, μηνιαία, ετήσια, ή συνολικά κατά τόπο, διοικητική περιφέρεια, εγχώρια ή διεθνής.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αλευροπαραγωγή
|