αλευροσκόπιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αλευροσκόπιο ουδέτερο
- όργανο εμπειρικού προσδιορισμού περιεκτικότητας γλουτένης σε άλευρα και της εξ αυτής εξαρτώμενης αρτοποιητικής ικανότητάς τους.
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- το αλευροσκόπιο έχει την ίδια αρχή λειτουργίας με το αλευρόμετρο, διαφέρουν στη πρακτική εφαρμογή.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αλευροσκόπιο
|