αλευροχαρμανιέρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αλευροχαρμανιέρα | οι | αλευροχαρμανιέρες |
γενική | της | αλευροχαρμανιέρας | — | |
αιτιατική | την | αλευροχαρμανιέρα | τις | αλευροχαρμανιέρες |
κλητική | αλευροχαρμανιέρα | αλευροχαρμανιέρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αλευροχαρμανιέρα < αλεύρι + χαρμανιέρα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αλευροχαρμανιέρα θηλυκό
- μηχανή αλευροποιίας που παρασκευάζει αλευροχαρμάνι από διάφορους τύπους αλεύρων, κάθετης, οριζόντιας ή κλιμακωτής διάταξης
Αντώνυμα
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αλευροχαρμανιέρα
|