αλευρώνομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.leˈvɾo.no.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐λευ‐ρώ‐νο‐μαι
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]αλευρώνομαι
- παθητική φωνή του ρήματος αλευρώνω