αληπασάδικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
αληπασάδικος, -η, -ο
- που έχει σχέση με τον Αλή πασά, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτόν
- (μεταφορικά) βίαιος, καταπιεστικός
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αληπασάδικος
|