αλητόπαιδο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αλητόπαιδο ουδέτερο
- το παιδί με συμπεριφορά αλήτη, το αλητάκι
- ο νεαρός που φέρεται αλήτικα και που βρίσκεται στη μετεφηβική ηλικία ή πάντως δεν πλησιάζει την ηλικία των 30 ετών
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αλητόπαιδο
|