αλκαλοειδές
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αλκαλοειδές < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αλκαλοειδές ουδέτερο
- τα αλκαλοειδή έχουν ισχυρή φυσιολογική δράση