αλληλομαχαιρωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Μετοχή
[επεξεργασία]αλληλομαχαιρωμένος
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος αλληλομαχαιρώνομαι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αλληλομαχαιρωμένος
|