αλληλο-

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀλληλο-

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αλληλο- < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀλληλο- < αντωνυμία ἀλλήλ(ων), ἀλλήλ(ους) + -ο- [1]

Πρόθημα

[επεξεργασία]

αλληλο- (και αλληλ-, όταν το δεύτερο συνθετικό αρχίζει από φωνήεν)

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]