αλλοδαπή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αλλοδαπή οι αλλοδαπές
      γενική της αλλοδαπής των αλλοδαπών
    αιτιατική την αλλοδαπή τις αλλοδαπές
     κλητική αλλοδαπή αλλοδαπές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αλλοδαπή < θηλυκό του αλλοδαπός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αλλοδαπή θηλυκό (αρσενικό: αλλοδαπός)

  1. η υπήκοος μιας ξένης χώρας
  2. (χωρίς πληθυντικό) το εξωτερικό, οι ξένες χώρες
    σπουδάζει στην αλλοδαπή

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

αλλοδαπή

Ομώνυμα / Ομόηχα

[επεξεργασία]