αλλοπαθητική
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αλλοπαθητική < αγγλική allopathy < αρχαία ελληνική ἄλλος + παθητικός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αλλοπαθητική θηλυκό
- (ιατρική) η συμβατική ιατρική (σε αντίθεση με την ομοιοπαθητική)
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- αλλοπαθητικά
- αλλοπαθητικός
- → δείτε τις λέξεις άλλος και παθαίνω