αλλόφωνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αλλόφωνος < αρχαία ελληνική ἀλλόφωνος, μορφολογικά αναλύεται αλλό- + -φωνος
Επίθετο[επεξεργασία]
αλλόφωνος, -η, -ο
- (γλωσσολογία) για φθόγγο που προφέρεται διαφορετικά από άλλους αλλά μαζί με αυτούς ανήκει στο ίδιο φώνημα (π.χ. το γάμα στη λέξη γάτα προφέρεται ως υπερωικό ενώ στη λέξη γέρος ως ουρανικό)
- που μιλά άλλη γλώσσα, αλλόγλωσσος, ετερόφωνος
- ※ Σχολικές επιδόσεις αλλόφωνων μαθητών (τίτλος βιβλίου των Οδυσσέα Ευαγγέλου και Νεκταρίας Παλαιολόγου, εκδ. Ατραπός, 2007)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αλλόφωνος
|