αλμπάνικο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αλμπάνικο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αλμπάνικος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αλμπάνικο ουδέτερο
- (παρωχημένο) το κατάστημα ενός αλμπάνη
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αλμπάνικο
|