αλογόνο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αλογόνο | τα | αλογόνα |
γενική | του | αλογόνου | των | αλογόνων |
αιτιατική | το | αλογόνο | τα | αλογόνα |
κλητική | αλογόνο | αλογόνα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αλογόνο < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική halogène < halo- (αλο- < αρχαία ελληνική ἅλς) + -gène (< αρχαία ελληνική -γόνος < γίγνομαι)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αλογόνο ουδέτερο
- (χημεία) ομάδα του περιοδικού πίνακα χημικών στοιχείων που αποτελείται από τα πέντε (5) συγγενικά χημικά στοιχεία φθόριο (F), χλώριο (Cl), βρώμιο (Br), ιώδιο (I) και αστάτιο (At) καθώς και το τεχνητό στοιχείο ουνουνσέπτιο (Uus)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- αλογόνο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα αλο- (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χημεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)