αλυσέλικτρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αλυσέλικτρο ουδέτερο
- τύμπανο περιέλιξης αλυσίδας
- (ναυτικός όρος): το τύμπανο βαρούλκου άγκυρας που φέρει γλυφές στις οποίες θηλυκώνουν οι κρίκοι της καδένας της.
- (συνεκδοχικά): κάθε παρόμοιο τύμπανο ή ράγουλο απ΄ όπου διέρχεται ελεγχόμενα αλυσίδα.
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αλυσέλικτρο
|