αλυσοτροχός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αλυσοτροχός αρσενικό
- (μηχανολογία): οδοντωτός τροχός μετάδοσης κίνησης με αλυσίδα
- αλυσοτροχός εκκεντροφόρου, αλυσοτροχός στροφαλοφόρου κ.ά.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αλυσοτροχός
|