αμερικανίστρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αμερικανίστρια < αμερικανισ(τής) + κατάληξη θηλυκού -τρια
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.me.ɾi.kaˈni.stɾi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐με‐ρι‐κα‐νί‐στρι‐α
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αμερικανίστρια θηλυκό
- θηλυκό του αμερικανιστής
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε αμερικανιστής
αμερικανίστρια
Πηγές
[επεξεργασία]- αμερικανιστής - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας