αμετακλήτως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αμετακλήτως < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἀμετακλήτως < ελληνιστική κοινή ἀμετάκλητος [1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.me.taˈkli.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐με‐τα‐κλή‐τως
- τονικό παρώνυμο: αμετάκλητος
Επίρρημα[επεξεργασία]
αμετακλήτως
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ αμετάκλητος, αμετακλήτως - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας